χτικιάρης

χτικιάρης
ο , χτικιάρα η чахоточный (больной), чахоточная (больная)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χτικιάρης" в других словарях:

  • χτικιάρης — α, ικο, Ν 1. αυτός που πάσχει από φυματίωση 2. αρρωστιάρης, αδύνατος και εξασθενημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιό + κατάλ. ιάρης (πρβλ. ψωρ ιάρης)] …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρης, -α, -ικο — 1. ο φυματικός, ο χτικιασμένος. 2. ο αδύναμος, ο αρρωστιάρης: Δεν τον παντρεύομαι αυτόν το χτικιάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άρης — κατάλ. αρσ. ουσ. και επιθ. της Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται ετυμολογικά με τη μσν. κατάλ. άριος ( άρις). Ειδικότερα, από λατινικά ονόματα σε arius, τα οποία συνήθως δήλωναν αξίωμα, προέκυψαν τους Βυζαντινούς χρόνους… …   Dictionary of Greek

  • -ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… …   Dictionary of Greek

  • αιτιάρης — [αιτία] 1. αυτός που ζητάει αφορμή για καβγά, φιλόνικος, καβγατζής 2. αυτός που έχει τάση να αρρωσταίνει, φιλάσθενος, καχεκτικός 3. (ιδιαίτερα) φυματικός, χτικιάρης …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρα — η, Ν βλ. χτικιάρης …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρακας — ο, Ν άτομο που πάσχει από φυματίωση σε προχωρημένο στάδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χτικιάρης + μεγεθ. κατάλ. ακας (πρβλ. μεθύστ ακας, στραβούλι ακας)] …   Dictionary of Greek

  • χτικιάρικος — η, ο, Ν [χτικιάρης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον χτικιάρη 2. το ουδ. ως ουσ. το χτικιάρικο α) παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση β) παιδί εξασθενημένο, αδύνατο …   Dictionary of Greek

  • βηχιάρης, -α, -ικο — αυτός που βήχει συχνά, ο φυματικός, ο χτικιάρης: Όταν ήταν μικρός ήταν βηχιάρης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φθισικός, -ή — και ιά, ό και φτισικός, ή και ιά, ό αυτός που πάσχει από φθίση (βλ. λ.), ο φυματικός, ο χτικιάρης, ο χτικιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυματικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα φυμάτια ή στη φυματίωση (βλ. λ.). 2. αυτός που πάσχει από φυματίωση, φθισικός, χτικιάρης, χτικιασμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»